Γαϊτανάκι
Είναι τεχνικό χορευτικό παιχνίδι με πανάρχαιες ρίζες. Χορεύεται συνήθως από αγόρια και κορίτσια που πλέκουν κορδέλες (γαϊτάνια) σε ένα ξύλινο κοντάρι με τη συνοδεία μουσικής. Ο επικεφαλής της παρέας με μια σφυρίχτρα δίνει το παράγγελμα για πλέξιμο και ξετύλιγμα. Παίζεται (χορεύεται) στους δρόμους, στις πλατείες και σε κοινόχρηστους γενικά χώρους. Το γαϊτανάκι είναι ένας χορός που δένει απόλυτα με το χρώμα και το κέφι της αποκριάς. Λέγεται ότι πέρασε στην Ελλάδα από πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας και έδεσε απόλυτα με τα άλλα τοπικά έθιμα, αφού η δεξιοτεχνία των χορευτών αλλά και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του δεν αφήνουν κανέναν αδιάφορο!
Τα άτομα που θα στήσουν το χορό, πρέπει να είναι ίδια με τον αριθμό των κορδελών.
Ενας κρατά ένα μεγάλο στύλο στο κέντρο, από την κορυφή του οποίου ξεκινούν οι μακριές κορδέλες, καθεμιά με διαφορετικό χρώμα.
Γύρω από το στύλο, οι χορευτές αντικριστά ανά ένας, κρατούν από ένα γαϊτάνι και χορεύουν μαζί, τραγουδώντας το παραδοσιακό τραγούδι. Καθώς κινούνται, αριστερόστροφα οι μισοί και δεξιόστροφα οι υπόλοιποι, γύρω από το στύλο, κάθε χορευτής κινείται Ζιγκ_Ζαγκ στον επερχόμενο χορευτή κι έτσι όπως γυρνούν πλέκουν τις κορδέλες γύρω από το στύλο δημιουργώντας χρωματιστούς συνδυασμούς.
Όταν πια οι κορδέλες τυλιχτούν γύρω από το στύλο και οι χορευτές χορεύουν όλο και πιο κοντά σε αυτόν, τότε ο χορός τελειώνει και το στολισμένο γαϊτανάκι μένει να θυμίζει το πολύχρωμο αποκριάτικο πνεύμα.
Το δρώμενο «Καμήλα». Καθαρή Δευτέρα
Οι πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης ? γεωργοί και ποιμένες ? μαζί με τα λίγα υπάρχοντά τους έφεραν μαζί τους το δικό τους τρόπο ζωής, τα ήθη και τα έθιμα, πολλά δε απ? αυτά είχαν Διονυσιακή προέλευση και ήταν αφιερωμένα στο Φθινόπώρο τον καιρό της σποράς και την Άνοιξη, τον καιρό της γονιμότητας. Από τα έθιμα ενδιαφέρον παρουσιάζει αυτό της «καμήλας» που είναι αποκριάτικο έθιμο και ταυτίζεται με την Καθαρή Δευτέρα
Την Καθαρή Δευτέρα σκεπάζαμε τον ξύλινο σκελετό της καμήλας με πολύχρωμα κιλίμια ? φούντες -χάντρες, έμπαιναν κάτω από δύο άντρες, βάζαμε πάνω τον καρνάβαλο, δύο καμηλιέρηδες ο ένας με τη γυναίκα του, ο γκαϊντατζής και ο οδηγός με το γαϊδουράκι και παίρναμε τους δρόμους.
Στη διαδρομή η καμήλα ζωηρή με το μεγάλο της στόμα άρπαζε ό,τι της άρεσε και ό,τι της κερνούσαν. Πλήθος μεταμφιεσμένων με τολμηρές χειρονομίες, πειράγματα και τραγούδια συμπλήρωναν το σκηνικό.
Ο ένας καμηλιέρης σε κάποια στιγμή σκότωνε τον αντίπαλο του, εκείνος όμως ξαφνικά ξαναζωντάνευε. Η αιώνια αναπαράσταση της ζωής και του θανάτου. Του σπόρου που πέφτει στη γη και βλασταίνει με τρόπο μαγικό.
Στο τέλος κρεμούσαν την καμήλα τιμωρώντας την για τα αγαθά που έκλεψε, εκδικούμενοι μ? αυτόν τον τρόπο τον Τούρκο κατακτητή για την άγρια φορολογία. Όλοι μαζί κατέληγαν στην πλατεία Δημοκρατίας (Βουλγαρίδη) και γλεντούσαν ως το πρωί.
Σ? όλη αυτή τη διαδικασία με αποκορύφωμα το γλέντι ακούονταν τραγούδια, στίχοι με ποιητικό πλούτο. Στα δύσκολα εκείνα χρόνια των διωγμών και της τούρκικης καταπίεσης τα έθιμα έδιναν λίγη χαρά στους καταπιεσμένους Έλληνες.
Όπως σ? όλα τα έθιμα έτσι και στο έθιμο της καμήλας έχουμε την αναπαράσταση της σποράς, της βλάστησης, της δημιουργίας της ΖΩΗΣ.
Εκτός από τη Θράκη το έθιμο αναβιώνει σε πολλές περιοχές της πατρίδας μας όπως στην Κρήτη, στη Λαμία και αλλού.